- πρωτευουσιάνος
- -α, -ικο, Ν1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την πρωτεύουσα2. ο κάτοικος τής πρωτεύουσας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεύουσα + κατάλ. -ιάνος (πρβλ. ζητ-ιάνος, καθαρευ-ουσ-ιάνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.