πρωτευουσιάνος

πρωτευουσιάνος
-α, -ικο, Ν
1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την πρωτεύουσα
2. ο κάτοικος τής πρωτεύουσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεύουσα + κατάλ. -ιάνος (πρβλ. ζητ-ιάνος, καθαρευ-ουσ-ιάνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτευουσιάνος, -α, -ικο — ο κάτοικος της πρωτεύουσας ή αυτός που κατάγεται από την πρωτεύουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθηνογεννημένος — η, ο 1. αυτός που γεννήθηκε στην Αθήνα, ο Αθηναίος 2. λεπτός στους τρόπους, πρωτευουσιάνος …   Dictionary of Greek

  • πρωτευουσιάνικος — η, ο, Ν 1. αυτός που προσιδιάζει στην πρωτεύουσα και στον πρωτευουσιάνο 2. αυτός που προέρχεται από την πρωτεύουσα. επίρρ... πρωτευουσιάνικα Ν με πρωτευουσιάνικο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτευουσιάνος. Η λ., στο θηλ. πρωτευουσιάνικη, μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • επαρχιώτης — ο θηλ. ισσα 1. ο κάτοικος της επαρχίας ή αυτός που κατάγεται από επαρχία (αντίθ. πρωτευουσιάνος). 2. μτφ., αυτός που υστερεί στην κοινωνική συμπεριφορά, που δεν έχει λεπτούς τρόπους, ο κάπως άξεστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”